αἰχμαλωτίς

αἰχμαλωτίς
-ίδος N 3 2-0-0-0-0=2 Gn 31,26; Ex 12,29
(female) captive
Cf. LE BOULLUEC 1989, 151

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αιχμαλωτίς — αἰχμαλωτὶς ( ίδος), η (Α) [αἰχμάλωτος] 1. (ως επίθ. θηλ. τού αιχμάλωτος* 2. ως ουσ. η αιχμάλωτη …   Dictionary of Greek

  • αἰχμαλωτίδα — αἰχμαλωτίς captive fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδας — αἰχμαλωτίς captive fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδες — αἰχμαλωτίς captive fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδος — αἰχμαλωτίς captive fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίδων — αἰχμαλωτίς captive fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίσι — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰχμαλωτίσιν — αἰχμαλωτίς captive fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”